αναμηρυκαστικός

αναμηρυκαστικός
η , όν жвачный (о животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναμηρυκαστικός" в других словарях:

  • αναμηρυκαστικός — ή, ό αυτός που αναμηρυκάζει, ο μηρυκαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμηρυκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκάζω — 1. (για μηρυκαστικά ζώα) αναμασώ την τροφή, αναχαράζω 2. (για τα λόγια) επαναλαμβάνω τα ίδια, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μηρυκάζω. ΠΑΡ. αναμηρυκασμός, αναμηρυκαστικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»